πυλαιασταί

πυλαιασταί
πυλαιασταί, οἱ,
A buffoons, mountebanks, such as flocked to Pylae and Delphi during the Amphictyonic assembly, Phot., Suid.
II liars (Rhod.), Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυλαιασταί — oἱ, Α 1. θαυματοποιοί οι οποίοι συνέρρεαν κατά τη διάρκεια τού αμφικτιονικού συνεδρίου στην Ανθήλη και στους Δελφούς 2. (κατά τον Ησύχ.) (στη Ρόδο) οι ψεύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πυλαιάζω < πύλαι / πυλαία] …   Dictionary of Greek

  • πυλαιαστάς — πυλαιαστά̱ς , πυλαιασταί buffoons masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”